χλιμιντρίζω

χλιμιντρίζω
χλιμιντρίζω, χλιμίντρισα βλ. πίν. 33

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χλιμιντρίζω — ΝΜ, και χλιμιτρίζω και χιλιμιντρίζω και χλιμίζω Ν (για άλογο) χρεμετίζω (α. «τα άλογα χλιμίντρισαν» β. «αἱ φάραι ἐχλιμίτριζον καὶ τὰ συρτὰ ὁμοίως», Διγεν. Ακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτ. τ. τού αρχ. ρ. χρεμετίζω] …   Dictionary of Greek

  • χλιμιντρώ — χλιμιντρῶ, άω, ΝΜ χλιμιντρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλιμιντρίζω, κατά τα συνηρ. σε άω] …   Dictionary of Greek

  • χρεμετίζω — ΝΑ (για άλογα) χλιμιντρίζω αρχ. μτφ. (για άνδρα) εκβάλλω ερωτική κραυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χρεμετίζω και οι υπόλοιποι συγγενείς τ. θα πρέπει να αναχθούν σε μια ΙΕ ρίζα *ghrem «ηχώ δυνατά, βροντώ, μουγκρίζω, είμαι οργισμένος» πιθ. προϊόν… …   Dictionary of Greek

  • αναβρυάζω — ἀναβρυάζω (Α) (για τα άλογα) χλιμιντρίζω δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βρυάζω] …   Dictionary of Greek

  • αναφρουμάζω — (για άλογα) χλιμιντρίζω, ξεφυσώ …   Dictionary of Greek

  • καταχρεμετίζω — (Μ) (επιτ. τ. τού χρεμετίζω) χλιμιντρίζω, φρουμάζω …   Dictionary of Greek

  • προσχρεμετίζω — Α χρεμετίζω προς κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + χρεμετίζω «χλιμιντρίζω, βγάζω κραυγή»] …   Dictionary of Greek

  • υποχρεμετίζω — Α χρεμετίζω, χλιμιντρίζω ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χρεμετίζω «χλιμιντρώ»] …   Dictionary of Greek

  • χιλιμιντρίζω — Ν βλ. χλιμιντρίζω …   Dictionary of Greek

  • χλημητίζω — Α χλιμιντρίζω, χρεμετίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. αντί του χρεμετίζω*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”